γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… … Dictionary of Greek
γάτα — η 1. θηλαστικό σαρκοφάγο αιλουροειδές. 2. φρ., «Σαν τη γάτα με το σκύλο...», γι’ αυτούς που καβγαδίζουν συνέχεια· «Όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια», όταν λείπει ο υπεύθυνος όλοι παραμελούν τις δουλειές τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αίλουρος — ο και η (Α αἴλουρος και αἰέλουρος) γαλή, γάτα, κυρίως αγριόγατα αργότερα και νυφίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. σήμαινε κυρίως την άγρια γάτα, μια και «η γάτα ως κατοικίδιο ζώο δεν ήταν γνωστή στην Ελλάδα» (Chantraine, λ. αἰέλουρος). Η… … Dictionary of Greek
Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation … Wikipedia
Otan leipei i gata — Όταν λείπει η γάτα Directed by Alekos Sakellarios Produced by G. Lazaridis D. Sarris Kostas Psarras Written by Alekos Sakellarios Starring … Wikipedia
Oute gata oute zimia — Ούτε γάτα ούτε ζημιά Directed by Alekos Sakellarios Written by Christos Giannakopoulos Starring Vassilis Logothetidis Ilya Livykou Lambros Konstantaras Mimis Fotopoulos … Wikipedia
Последний чёрный кот — Η τελευταία μαύρη γάτα Автор: Евгениос Тривизас Жанр: Детский детектив, роман … Википедия
γαλή — Οικισμός (170 κάτ.) της Λήμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύρινας του νομού Λέσβου. * * * η (AM γαλῆ, Α και γαλέη) η γάτα αρχ. Ι. 1. ονομασία διαφόρων αιλουροειδών, αγριόγατα, νυφίτσα κ.λπ. 2. φρ. α) «γαλῇ χιτώνιον κροκωτόν» για πράγματα… … Dictionary of Greek
γατί — και κατσί και γατσί, το (Μ καττίν) 1. η γάτα ή το νεογνό της 2. καχεκτικό παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάτα. Ο τ. κατσί < μσν. καττίν < υποκορ. τού κάττα, με τροπή τού τ σε τσ (πρβλ. κλιματσίδα < κλιματίδα, τσιλώ < τιλώ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
κατσούλα — η 1. κωνικό κάλυμμα τού κεφαλιού το οποίο αποτελεί μέρος πανωφοριού, η κουκούλα 2. πτυσσόμενο στέγασμα άμαξας κατασκευασμένο από δέρμα, από αδιάβροχο ή από μουσαμά 3. (για πτηνά) το λοφίο 4. η γάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. casula ή ρουμ. căciulă. Με… … Dictionary of Greek
σιαμαίος — α, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Σιάμ, χώρα τής Ασίας, και στους κατοίκους της 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύρια ον.) ο Σιαμαίος, η Σιαμαία ο κάτοικος τού Σιάμ ή αυτός που κατάγεται από το Σιάμ 3. φρ. α) «σιαμαίοι αδελφοί» ή «σιαμαίοι… … Dictionary of Greek